- οἵᾳπερ
- οἵᾱͅ , οἷοςsuch asfem dat sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιάπερ — οἷάπερ (Α) παρά το γεγονός ότι, μολονότι, αν και. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἷα, ουδ. τής αναφ. αντων. οἷος, οἷα, οἷον + περ (πρβλ. επείπερ)] … Dictionary of Greek
οἵαπερ — οἵᾱ , οἷος such as fem nom/voc/acc dual οἵᾱ , οἷος such as fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἶαπερ — Οἶα , Οἶον Oeum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἶαπερ — οἶα , ὄις sheep masc/fem acc sg (attic epic) οἶα , οἶος alone neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἷαπερ — οἷα , οἷος such as neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHYSETERES — Graece φυσητῆρες, ceti genus, quod Oceano Gellico vindicat Plinius, qui Indici Oceani proprias facit pristes et balaenas, l. 9. c. 4. Maximum animal in Indico mari Pristis et Balena est: in Gallico Oceano Physeter. Sed et in mari Indico… … Hofmann J. Lexicon universale
καταλαζονεύομαι — (Α) 1. μιλώ με αλαζονεία, με κομπασμό («οἶάπερ φήσει καὶ καταλαζονεύσεται πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.) 2. μεγαλοποιώ κάτι με αλαζονικό τρόπο («καταλαζονευομένου περί τε τοῡ πλούτου καὶ τοῡ πλήθους τῶν μαθητῶν», Ισοκρ.) 3. υποτιμώ κάποιον από αλαζονεία 4 … Dictionary of Greek
σκύτινος — η, ο / σκύτινος, ίνη, ον, ΝΑ αυτός που είναι κατασκευασμένος από σκύτος, από κατεργασμένο δέρμα, δερμάτινος, πέτσινος («ἐπὶ τῇ κεφαλῇ δὲ κράνη σκύτινα οἷάπερ τὰ Παφλαγονικά», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που αποτελείται μόνο από δέρμα και κόκαλα,… … Dictionary of Greek